- ἰσαρίθμους
- ἰσάριθμοςequal in number withmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô … Hofmann J. Lexicon universale
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
ανισόψηφος — η, ο αυτός που δεν έχει ισάριθμους ψήφους με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + ψήφος < ψήφος. Η λ. στο ουδ. ανισόψηφον, το μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ελ Αρχάρ — (El Argar). Μικρό χωριό στην επαρχία της Αλμέρια στη νοτιοανατολική Ισπανία, στα περίχωρα του οποίου ανακαλύφθηκε και ερευνήθηκε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., μία εκτεταμένη νεκρόπολη της εποχής του χαλκού (περ. 1800 1300 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 … Dictionary of Greek
κυριλλικό αλφάβητο — Σύνολο γραμμάτων που σημειώνουν την έναρξη της γραπτής παράδοσης των σλαβικών γλωσσών. Η ονομασία του αλφαβήτου προέρχεται από τον απόστολο των Σλάβων Κύριλλο, ο οποίος ανέλαβε μαζί με τον αδελφό του, Μεθόδιο, το 863 να κηρύξει τον χριστιανισμό… … Dictionary of Greek